- επιφωτισμός
- ἐπιφωτισμός, ὁ (Α) [επιφωτίζω]1. ο φωτισμός από ψηλά2. ο μετέπειτα φωτισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιφωτισμόν — ἐπιφωτισμός illuminating light masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)